- φρενικοεξαίρεση
- η, Νιατρ. εκτομή τού φρενικού νεύρου που εφαρμοζόταν κατά την πριν από τη χρήση αντιβιοτικών εποχή σε περιπτώσεις πνευμονικής φυματίωσης, με σκοπό την παράλυση και, συνεπώς, την άνωση τού σύστοιχου ημιδιαφράγματος, η οποία θα προκαλούσε σύμπτωση τού πάσχοντος πνεύμονα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phrenicoexeresis (< φρενικο (νεύρο) + εξαίρεση)].
Dictionary of Greek. 2013.